- αιανής
- Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα.
* * *αἰανής, -ές (Α)1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής2. αιώνιος, ατέλειωτος, συνεχής3. επίρρ. αἰανῶςγια πάντα, αιώνια.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι δυο, σημασιολογικά άσχετες ή πολύ απομακρυσμένες, σημασίες της λ. αἰανής (1. «σκληρός», που είναι η παλαιότερη και η βασική πιθ. σημασία2. «αιώνιος») καθιστούν προβληματική την ετυμολόγηση τής λ. Με βάση τη σημ. «σκληρός», η λ. μπορεί να θεωρηθεί σύνθετη από τη ρίζα *σaιF- (πρβλ. λατ. saev-us, «άγριος») και -ᾱνής (πρβλ. ἀπ-ηνής, προσ-ηνής από ουσ. *ἆνος, το «όψη, πρόσωπο») οπότε *σαιF-ανής > αἰ-ᾱνής θα σήμαινε αρχικά «τον άγριο στην όψη, αγριωπό». Μια τέτοια ετυμολογία φυσικά δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη σημ. «αιώνιος», η οποία τότε θα πρέπει να θεωρηθεί προϊόν υστερογενούς παρετυμολογικής συνδέσεως τής λ. με το αἰεί, αἰών κ.τ.ό.].
Dictionary of Greek. 2013.